- άδαδος
- ἄδᾳδος, -ον (Α) [δᾷς](για ξύλο πεύκου) χωρίς δαδί, χωρίς ρετσίνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek